κομψοπρεπης

κομψοπρεπης
    κομψοπρεπής
    κομψο-πρεπής
    2
    тонкий, изящный
    

κομψοπρεπῆ μοῦσαν ἔχων Arph. — вдохновляемый изящной музой, т.е. высокоодаренный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κομψοπρεπης" в других словарях:

  • κομψοπρεπής — ές (Α κομψοπρεπής, ές) ο κομψός στους τρόπους και στην εμφάνιση. επίρρ... κομψοπρεπώς κομψά, με κομψότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, αρχαιο πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • κομψοπρεπῆ — κομψοπρεπής ingenious seeming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψοπρεπεῖς — κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem acc pl κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψοπρεπές — κομψοπρεπής ingenious seeming masc/fem voc sg κομψοπρεπής ingenious seeming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψοπρέπεια — η κομψότητα στους τρόπους και στην εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»